- αδιατίμητος
- -η, -οαυτός που δε διατιμήθηκε: Τα είδη πολυτελείας είναι αδιατίμητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιατίμητος — η, ο [διατιμώ] αυτός για τον οποίο δεν έχει καθοριστεί διατίμηση, δηλαδή ορισμένη ανώτατη τιμή που επιβάλλεται από την Αγορανομία («αδιατίμητα είδη») … Dictionary of Greek
ανεκτίμητος — η, ο 1. εκείνος του οποίου δεν ορίστηκε η τιμή, δεν έγινε εκτίμηση της αξίας του, αδιατίμητος 2. ατίμητος, πολύτιμος, υπερβολικά ακριβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκτιμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον δημοσιογράφο καί ιστορικό Ι. Φιλήμονα] … Dictionary of Greek